- κωλυσιεργία
- η1. σκόπιμη παρεμπόδιση των εργασιών συνεδρίου.2. προσπάθεια ματαίωσης έργου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κωλυσιεργία — η [κωλυσιεργώ] 1. παρεμβολή εμποδίων στη συντέλεση ενός έργου ή μιας διαδικασίας ή στη διακπεραίωση μιας υπόθεσης 2. σκόπιμη παρεμπόδιση τών εργασιών επιτροπής, συνεδρίου, βουλής ή άλλου σώματος ώστε να μη ληφθούν αποφάσεις ή να καθυστερήσει η… … Dictionary of Greek
αντιπολίτευση — Στα συνταγματικά και κοινοβουλευτικά καθεστώτα, α. αποκαλείται το σύνολο των κομμάτων και των ομάδων βουλευτών του κοινοβουλίου που είναι αντίθετα στο έργο της κυβέρνησης. Στο σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, η λειτουργία της α. είναι σημαντική,… … Dictionary of Greek
δυσεργία — δυσεργία, η (Α) 1. δυσκολία στην εργασία, κωλυσιεργία 2. δυσκολία 3. ανικανότητα για ενέργεια, αδράνεια … Dictionary of Greek
κωλυσιεργικό — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κωλυσιεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλυσιεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
κωλυσιεργός — ό(ν) (Α κωλυσιεργός, όν) αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, ανεν εργός. Σύνθ. τού τύπου… … Dictionary of Greek
Παρνέλ, Τσαρλς Στιούαρτ — (Parnell, Charles Stewart, 1846 – 1891). Ιρλανδός πολιτικός, ηγέτης του αυτονομιστικού κινήματος. Από το 1875 διετέλεσε μέλος του αγγλικού κοινοβουλίου, όπου εφάρμοζε την κωλυσιεργία ως μέσο πίεσης κατά των κυρίαρχων τάξεων της Αγγλίας. Επιδίωκε… … Dictionary of Greek
κωλυσιεργός — ο, η αυτός που προκαλεί κωλυσιεργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαμποτάρισμα — το, ατος 1. δολιοφθορά. 2. κωλυσιεργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)